- καντόνι
- και καντόνιο(ν), το (Μ καντόνιον)νεοελλ.1. διοικητική περιφέρεια σε μερικές χώρες2. καθεμιά από τις πολιτείες που είναι χωρισμένη η Ελβετίαμσν.ονομασία περιοχής, συνοικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cantone].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καντόνι — το (λ. βενετ.), διοικητική περιφέρεια ορισμένων κρατών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καντόνε ή Καντόνι, Σιμόνε — (Simone Cantone ή Cantoni, 1736 – 1818). Ιταλός αρχιτέκτονας. Στα έργα του είναι φανερή η επίδραση του γαλλικού κλασικισμού και του ιταλικού τσινκουετσέντο (ιταλική τέχνη του 16ου αι.), με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανοικοδόμηση των ανακτόρων… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Άπεντσελ — (Appenzell). Καντόνι της Ελβετίας στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας, το οποίο περιβάλλεται από το καντόνι του Σανκτ Γκάλεν. Έγινε μέλος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, ως 13ο καντόνι, το έτος 1513 και το 1597, μετά τη Μεταρρύθμιση, υποδιαιρέθηκε… … Dictionary of Greek
Βέρνη — (γερμ. Βern, γαλλ. Berne). Πόλη (122.500 κάτ. το 2000), πρωτεύουσα της Ελβετικής Ομοσπονδίας αλλά και του ομώνυμου καντονιού. Βρίσκεται στην κεντροδυτική Ελβετία, σε υψόμετρο 545 μ., στις όχθες του ποταμού Άαρ, στη διασταύρωση μεγάλων διεθνών… … Dictionary of Greek
ουρί — (Uri). Ομόσπονδο καντόνι (1.076 τ. χλμ., περ. 34 000 κατ.) της κεντρικής Ελβετίας. Οι κάτοικοί του μιλούν τη γερμανική γλώσσα και ανήκουν στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία. Πρωτεύουσα είναι η Άλτντορφ (8200 κάτ.), στη δεξιά όχθη του Ρόυς, όχι μακριά από … Dictionary of Greek
Βαλέ — (γαλλ. Valais, γερμ. Wallis). Καντόνι (5.226 τ. χλμ., 276.200 κάτ. το 2000) της ΝΔ Ελβετίας, που συνορεύει Ν με την Ιταλία και ΝΔ με τη Γαλλία. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι καθολικοί στο θρήσκευμα, γαλλόφωνοι στο δυτικό τμήμα και γερμανόφωνοι… … Dictionary of Greek
Βο ή Βάαντ — (γαλλ. Vaud, γερμ. Waadt). Ομόσπονδο καντόνι (3.211 τ. χλμ., 625.000 κάτ. το 2002) της δυτικής Ελβετίας, με πρωτεύουσα τη Λοζάνη (117.000 κάτ. το 2002), στη λίμνη της Γενεύης (ή, αλλιώς, λίμνη Λεμάν). Συνορεύει ΒΔ με τη Γαλλία και Ν με τα… … Dictionary of Greek
Γκραουμπίντεν — (Graubünden).Καντόνι (7.105 τ. χλμ., 186.710 κάτ. το 2000) της Ελβετίας. Το έδαφος του Γ. είναι ορεινό με περισσότερες από 20 αλπικές κορυφές, ύψους πάνω από 2.700 μ. Οι πολυάριθμες ποτάμιες κοιλάδες του είναι μικρής έκτασης, με μεγαλύτερες τις… … Dictionary of Greek
βασίλεια — (γερμ. Bâsel, γαλλ. Bâle). Πόλη (166.000 κάτ. το 2000) της Ελβετικής Ομοσπονδίας, πρωτεύουσα του ημικαντονίου Βασιλεία Πόλη (γερμ. Bâsel Stadt, γαλλ. Bâle Ville), το οποίο έχει έκταση μόλις 37 τ. χλμ. και 187.700 κατοίκους (2000). Είναι χτισμένη… … Dictionary of Greek